- θυμίημα
- θυμίημα, τὸ (Α)ιων. τ. τού θυμίαμα*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θυμίημα — θῡμίημα , θυμίαμα incense neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμίαμα — και θυμίαμα, το (ΑΜ θυμίαμα, Α ιων. τ. θυμίημα, Μ και θυμίαμα) [θυμιώ] η ρητινώδης ύλη που καίεται κατά τις θρησκευτικές τελετές και αναδίδει ευώδεις αναθυμιάσεις, λιβάνι, λιβανωτό νεοελλ. 1. συνεκδ. θυμιάτισμα, λιβάνισμα, θυμίαση 2. μτφ. εγκώμιο … Dictionary of Greek